Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Ο αιώνιος φαμιλιάρης εραστής

Όχι δε θα συνάψει ξανά σχέσεις ερωτικές με θηλυκό: κοριτσάκι, κορίτσι, κοπέλα, μεσήλικη καλοδιατηρημένη κυρία...όχι. Το ορκίστηκε στη σύζυγο και στα τρία παιδιά του. Όχι με λόγια φανερά, αλλά μυστικά, με φανερή πρόθεση. Ένα μικρό δώρο στον εαυτό του: να μη νιώθει ταπεινωμένος...Φυσικά η σύζυγος δεν τον πιστεύει, έχει γίνει όχι μόνο δύσπιστη αλλά και κακιά, εκδικητική στην καθημερινότητά τους.
Στο βάθος της τον μισεί, με αυτό το μίσος που κρύβουν οι γυναίκες σε όλες τις οπές του σώματός τους, κι έχουν τόσες κρυψώνες!
Σε αυτό το σημείο έχει κάνει λάθος η θρησκεία, τουλάχιστον η χριστιανική ορθόδοξη η παλαιά: να διαδώσει πως η γυναίκα έχει πλαστεί από ένα πλευρό του άντρα. Ένα αστειάκι, αλλά αστειάκι ξεαστειάκι, έχει πιάσει. Είναι αυτό που τριβελίζει το μυαλό και τις πράξεις του συζύγου, γενικά κι αόριστα. Ο Φαμιλιάρης σίγουρα δε θα ήθελε η σύζυγός του να κοιμηθεί από το άλλο πλευρό ενός άλλου...αλλά κι εκείνη δε θα το τολμούσε, φανερά τουλάχιστον, έχει όμως ένα δηλητηριώδες κάτι μέσα της που κάθε τόσο το βγάζει από τους πόρους του κορμιού της και του το ποτίζει: ορίστε, πάρε πίσω το πλευρό σου...

Η σύζυγος δεν γνωρίζει πως εκείνος γνωρίζει το πόσο τον μισεί. Νομίζει πως έχει καλά κρυμμένο το δικό της μυστικό και πως από το αιδοίο και τα βυζιά της δε φαίνεται τίποτα, καλά τα χρησιμοποιεί για να τον τυφλώνει, να τον ερεθίζει για κάποιες ώρες.
Ο Φαμιλιάρης όμως, με τόση πείρα, διάβασμα και σπουδή...σιγά που θα του ξέφευγε αυτή η λεπτομέρεια απάνω της. Μέσα σε μυστικό πεδίο, η μάχη είναι θανατερή και εξαίσια...
Και κάπως έτσι άρχισε: ενώ μαγειρεύει καλά εκείνη, στο πιάτο το δικό του, την πρώτη φορά σερβιρίστηκε μια μερίδα ζήλιας εξ αιτίας εκείνης της μικρής κρεολής απ το Μαρόκο που αυτός ήταν ξετρελαμένος μαζί της και αδιαφορούσε για τη δική της γαμική προσφορά. Αυτό δημιούργησε ένα κάτι μέσα της απροδιόριστο. Μετά ήρθε η σχέση του με την ωραία κυρία γειτόνισσα και μετά κάτι άλλες μικρούλες ερωτικές ιστορίες κι εκείνο το κάτι μέσα της διογκώθηκε, δεν το φανέρωσε, κι αφού δεν ξεσπούσε αυτή ξέσπασε το μόρφωμα: έγινε ανίατο, δηλαδή γνήσιο μίσος που την κύκλωσε δυνατά, την πότισε κι είναι τώρα μια χαρά. Ενίοτε οι γυναίκες προτιμούν αυτή τη μέθοδο διότι τη βαριούνται την επανάσταση, κυρίως αν είναι κάποιας ηλικίας κι έχουν δει τα μάτια τους επαναστάσεις κι επαναστάσεις...χέστα κι άστα, ενώ με το χουζούρι και το "σιγανό ποταμάκι", τα πάνε μια χαρά: συμβίωση που έχει διαχρονική αξία.

Ήρθε μετά η περιφρόνηση των παιδιών, δασκαλεμένα από τη σύζυγο αναφανδόν ενάντια στον αφέντη πατέρα, ρόλος τον οποίο πολύ άρεσε στον φαμιλιάρη να τον υποδύεται, έτσι σαν ένα στήριγμα στη σύξυλη θέση που τον είχαν τοποθετήσει και τα τέσσερα μέλη της οικογενειακής συμμορίας.
Η κόρη δεκαοχτώ χρονών τον αντιμετωπίζει όπως τώρα τον Πάρι, στην τρίτη τάξη του Λυκείου, δεδομένου πως ο πατέρας της είναι νέος και όμορφος, δεν τον λογαριάζει περισσότερο από ότι τον ομορφονιό το συμμαθητή της, καίτοι και οι δύο εκλιπαρούν την αγάπη της.
Ο δεκαεφτάχρονος γιος πάλι, θέλει με κάθε κόστος να γρονθοκοπηθεί μαζί του, αλλά αυτός, ως πατέρας, είναι φιλικός και επιεικής.

Του έχει μείνει ο εφτάχρονος που έχει γεννηθεί για πείσμα της κρεολής, εκείνης της σκφρόφας που δεν ήθελε να μείνει έγκυος απ' αυτόν! Να έχει κι αυτός ένα άλλοθι: να την πάρει και να φύγει από την Ελλάδα, ίσως να την παντρευόταν κιόλας εκείνη τη φαιά μαροκινή. Έτσι σκάρωσε ένα τρίτο παιδί με τη σύζυγο (σακατεμένη λογική) που κι αυτό το έρημο το φόρτωσε με το όνομα της ερωμένης: Σύλβια ονομαζότανε εκείνη η καριολίνα, Σύλβιο βάφτισε το παιδί, φαντάσου! και μέσα στην ελληνική θρησκευτική χούντα που θέλει ονόματα αγίων και οσίων της ορθοδοξίας! Κι ετούτο το έχει μυριστεί η σύζυγος, η δήθεν άγνοια όμως του γεγονότος δυναμώνει το "μόρφωμα" μέσα της. Κάθε μέρα Σύλβιο από δω, Σύλβιο από εκεί, μην τυχόν και λησμονηθεί η αλλότρια καρακάξα...η λησμονιά όμως δεν είναι για χόρταση και είναι κι αναστρέψιμη...εκτός κι αν χάσει κανείς τη μνήμη του.

Ο μικρός πάλι είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως της μητρικής διδασκαλίας, όσον αφορά στον Φαμιλιάρη, τον αγαπά κι είναι διαρκώς ολόγυρά του, κι εκείνος πια, πρόθυμος κατά ανάγκην, τον διασκεδάζει ολημερίς: να στο Πάρκο, να στο γήπεδο, να στην αμμοδόχο, ακόμη και στο μαγαζί με τις αντίκες που διατηρεί, τον παίρνει μαζί του, με το αζημίωτο: κάθε φορά κάτι πολύτιμο σπάει με τη μπάλα που παίζει ο Σύλβιο μέσα στο χώρο.

Στα πενήντα του ο Φαμιλιάρης πλέον τώρα, διατηρείται μια χαρά, έχει μηχανή μεγάλου κυβισμού που την καβαλάει με άνεση, τέλος πάντων σε αυτό είναι άριστος κι έχει γίνει αυτή η αγάπη του, αφού πια έχει αρνηθεί τα γαμήσια και τους έρωτες: σαν μια μέλισσα αυτός, έξω από το ροδώνα...
Κάθε φορά έχει κάποια πίσω, στη μηχανή, πότε την κόρη πότε τη σύζυγο, άλλοθι της παρθενίας του, ενώπιον των άλλων. Και μόνο με το γιο κάθεται αυτός πίσω στη μηχανή και ο μικρός οδηγεί το όχημα, έτσι έχει τη μαναδική ευκαιρία να αγκαλιάζει τα ισχία του σπλάχνου του...φαντάσου!

Γενικά κι αόριστα ο φαμελίτης δεν έχει μία ενήλικη να τον αγαπάει σαν άνθρωπο-άντρα παρά μόνο των γονέων την άσπλαχνη αγάπη των απαιτήσεων. Έχει μόνο την κλασική μουσική που τη λατρεύει και αυτή τον ηρεμεί, έχει το διάβασμα βιβλίων λογοτεχνίας που είναι κι αυτό ένα γλυκόπιοτο λικέρ, κι ενίοτε ποίηση καβαφική η καρυωτακική.
Στέκεται τώρα που είναι Άνοιξη με τις ώρες μπροστά στο μαγαζί με το ωραίο του παράστημα, τα μελαγχολικά του μάτια που ατενίζουν το πλήθος, τις ωραίες περαστικές που περνούν και διαβαίνουν μπροστά του, χωρίς να του δίνουν την πρέπουσα προσοχή, γιατί κι αυτές χορτασμένες είναι από το αντρομάνι μέσα στη ζωή τους, πλημμύρα οι νέοι, χυμένοι παντού.
Κ ι εκείνος το ξέρει πως η ζωή άρχισε να κάνει τα τσαλίμια της εις βάρος του. Γνωρίζει τη μοίρα του, όπως τη γνωρίζει ο καθένας, αλλά η επιθυμία δεν συμβαδίζει με τη γνώση κι ούτε το σώμα συμβαδίζει με της κοινωνίας τα τερτίπια, η φύση έχει ανοιχτά μυαλά, συλλογιέται, βαδίζει με το πάσο της, κουνιστή λυγιστή, σαν την τελευταία του πουτανίτσα που ειδε κι έπαθε να την πείσει να ξεβρακωθεί πάνω στο μικρό της καναπέ.
Κοιτάζει ψηλά στον ουρανό τα σύννεφα και ονειροπολεί όχι πια τρέλες ερωτικές αλλά μια μεγάλη αγάπη, γνήσια σαν ένα καρβέλι χωριάτικο ψωμί παλιάς κοπής, από αγρότισσας δυνατά χέρια κι όχι ψωμί αφράτο από μηχανήματα.
Συχνά η σύζυγος στο ταμείο κι η κόρη χύμα στο σκαλοπάτι, ένα ωραίο άσπλαχνο πλάσμα, να συγκεντρώνει αυτή τα βλέμματα των περαστικών, κι ο Φαμιλιάρης όρθιος εκεί με "φίδια ζωσμένος", ξένος κι απόξενος, να περιμένει με απρόσμενη αγωνία το εβδομαδιαίο γαμήσι με τη σύζυγο, φοβούμενος μην του ξεφεφύγει καμιά παλιά ερωτική κουβέντα, αχ πόσες τέτοιες έχει εκσφενδονίσει σε στιγμές υπέρτατης παράνομης ηδονής, μην του ξεφύγει κανένας λυγμός ή πάλι μη θυμηθεί κανένα ανέκδοτο κι αρχίσει τα χάχανα...
Όλα τέλος πάντων καταντήσανε μια γραφειοκρατία, μια καταδίκη, ένας καημός...